«Χριστιανός εἶμαι, χριστιανός ἀποθνήσκω».
O εὐλογημένος νέος ἀθλητής καί μάρτυς τοῦ
Χριστοῦ Γεώργιος, ὑπῆρχεν ἐκ
τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν, ἀπό ἕν
χωρίον Τσοῦρχλι ὀνομαζόμενον.
Οἱ γονεῖς του ἦσαν πάμπτωχοι,
Κωσταντῖνος και Βασιλική ὀνομαζόμενοι. Ἔμεινεν ὀρφανός
ἀπό γονεῖς ὀκτώ χρόνων. Εἰς
καιρόν ὁπού ἀκολούθησαν πολλαί ἀνωμαλίαι, ἐπροσκολλήθη
καί οὗτος ὁ εὐλογημένος μέ μερικούς ἀγάδες μισθῷ, καί ἔπειτα
μέ τόν Χατζῆ Ἀμπτουλάχ, ἕναν
ἀπό τούς ἀξιωματικούς τοῦ
Ἐμίν Πασιᾶ, μετερχόμενος τόν
ἱπποκόμον καί εἰς ἂλλας ἐπιστασίας. Δέν τόν ἐκάλουν εἰς τό ὂνομά του, ἀλλά τόν ἔκραζον « Γκιαούρ Χασάν».
Ἀρραβωνίσθη μέ μίαν νέαν Ἰωαννίτισσαν, Ἑλένην τό ὂνομα, ὀρφανήν. Ἐστεφανώθη καί τά τέλη τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1837 μ.Χ., οὗσα ἡ σύζυγός του ἔγκυος,
ἐγέννησεν υἱόν. Κατά τάς ἑπτά τοῦ Ἰανουαρίου μηνός 1838, ἐβάπτισεν τόν υἱόν του,
Ἰωάννην, καί ἐχάρη διότι ἠξιώθη νά γενῇ πατήρ.
Κάποιος Όθωμανός τόν ἐσυκοφάντησεν ὃτι ἕναν καιρόν ἦτον Τοῦρκος καί
τώρα ἔγινε Χριστιανός. Συνελήφθη, ἐφυλακίσθη καί τόν παρεκίνουν λέγοντες νά τουρκέψῃ διά νά σωθῇ. Ὁ Ἁγιος οὐδόλως ἐπτοήθη, ἀλλά μετά θάρρους ὁμολόγησε εἰς τόν
κατῆν ὃτι εἶναι Χριστιανός.
Βλέπων λοιπόν ὁ τρισκατάρατος οὗτος κατῆς τήν γενναιότητα τοῦ Ἁγίου ἠθέλησε νά τόν θανατώσῃ, παρακινούμενος καί ἀπό Τούρκους Ἰωαννίτας.
Ὁδηγεῖται τήν Δευτέραν 17 Ἰανουαρίου 1838 μ.Χ εἰς τόν τόπον τοῦ μαρτυρίου
του, τό Κουρμανιό. Τοῦ ἔβαλαν τήν θηλειάν τῆς τριχιᾶς καί παρέδωσε τό Ἃγιόν του
πνεῦμα εἰς ἡλικίαν τριάκοντα ἐτῶν. Ἀφοῦ ἐπέρασαν τρεῖς ἡμέρες οἱ προύχοντες καί
ἄλλοι χριστιανοί παρεκάλεσαν τόν βεζύρην καί ἐδόθη ἄδεια νά πάρουν τό Ἃγιόν του
λείψανον καί νά τό ἐνταφιάσουν εἰς τόν Μητροπολιτικόν ναόν τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Εἰς πολλούς καί κατ’ ὂναρ ἐφάνη ὁ Ἃγιος, πολλοί δέ Ἀγαρηνοί καί Ἰουδαῖοι
ἐβαπτίσθησαν εἰς τό ὂνομα τοῦ Χριστοῦ. Μήπως ὁ Ἃγιος δέν ἦτο ἄνθρωπος καί δέν
ἦτο εἰς χεῖρας του νά τουρκίσῃ καί νά μή βασανιστῇ; Ἦτο ἀλλά δέν ὀλιγοψύχησεν.
Ἒτρεξε ὅμως εἰς τό μαρτύριόν του μετά χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως.
Συναξάριον ὑπό Χρύσανθου Λαϊνά
Eξημερώνοντας λοιπόν ἡ Πέμπτη,
ἂγουσι πάλιν τόν Ἃγιον πρός τόν
κατῆν∙ ὁ ὁποῖος τόν ἐπαρακίνει μέ τούς παρακαθημένους διά νά τουρκίσῃ. Ὁ Ἃγιος
ὅμως ἕνα λόγον ἔλεγεν: «χριστιανός εἶμαι,
χριστιανός ἀποθνήσκω». Ἂγεται πάλιν εἰς
τό δεσμωτήριον καί βάνουν τούς πόδας του
εἰς τό ξύλον καί μίαν πλάκα βαρυτάτην ἐπί
τοῦ στήθους. Αὐτός ὅμως ἐκοιμήθη τόσον
γλυκά καί ἐλαφρά, ὁπού δέν ᾐσθάνθη τελείως, ἀλλ’ ὡσάν νά ἦτον εἰς παπλώματα.
Καί ἀφοῦ ἐξύπνησε, τόν ἠρώτησαν: «πῶς
ἀπέρασες, ἀδελφέ; ἐμεῖς ἐφοβήθημεν μήν
ἀποθάνῃς ἀπό τό βάρος τῆς πέτρας». Ὁ δέ
Ἃγιος τούς ἀπεκρίθη «ἐγώ δέν ᾐσθάνθην
τινά πόνον, ἀλλά μάλιστα εἶδον καί μίαν
ὀπτασίαν∙κάποιος νέος ἀσπροφορεμένος
ἦλθεν καί μοῦ εἶπεν τουρκιστί: «μήν φοβεῖσαι Γεώργιε, ἐγώ θά σέ ἐλευθερώσω».
αί φέρνοντάς τον εἰς τόπον λεγόμενον
Κουρμανιό, ἐκεῖ πάλιν τόν ἐρωτοῦν:
«τί εἶσαι σύ;» - «Χριστιανός, εἶπεν ὁ
Ἃγιος∙ προσκυνῶ τόν Χριστόν μου καί τήν
Δέσποινά μου Θεοτόκον». Καί λέγοντας
αὐτό ἐπαρακάλεσε τούς δημίους νά τοῦ
λύσουν τά χέρια. Καί λύνοντάς τα, ἔκαμε
τόν σταυρόν του και ἔκραξε πρός τούς χριστιανούς:
«συγχωρήσατέ μοι, ἀδελφοί, καί ὁ Θεός
συγχωρήσοι ἐσᾶς». Καί λέγοντας οὕτως,
τοῦ ἒβαλαν τήν τριχιάν εἰς τόν λαιμόν καί
τραβῶντάς την, παρέδωκε τό πνεῦμα ὁ
Γενναιότατος, ὤν τριακονταετής.
Χ. Λαϊνάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.