«Έτσι την έλεγαν Τότε»…: Τιμή στα Γιάννενα, τιμή και στο Μπιζάνι


Της Ελένης Καρασαββίδου
Έτσι την έλεγαν τότε: ‘Σκύλλα’! Και δεν ήταν το συμπαθητικό σπιτίσιο ζωντανό, που ξέρουμε όλοι. Ούτε η Σκύλλα που λέει ο παλιός μύθος, το τέρας με τα δώδεκα ποδάρια και τα έξι κεφάλια. Δεν τους έμοιαζε σε τίποτα. Δεν είχε σώμα σαν και εκείνα. Ήταν άσαρκη. Έτρωγε όμως σάρκες όπως και εκείνες. Δεν είχε ούτε ψυχή. Ήταν άψυχη, κατάκρυα, παγερή. Έστελνε όμως αράδα ανθρώπινες ψυχές στον άλλο κόσμο. Δεν αλύχταγε σαν τις σκύλες τις γνωστές μας. Μονάχα μούγκριζε σαν μπουμπουνητό και ξέρναγε φωτιά και καυτό σίδερο, που έκανε στάχτη αυτόν που θα τολμούσε να ζυγώσει τη φωλιά της.

Η Σκύλλα η Μπιζανίτικη δεν ήταν ζωντανό. Ήταν τόπος οχυρωμένος με όπλο πολεμικό. Ήταν κανόνι Και δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά! Κι όλα τους ταχυβόλα, τα πιο τέλεια κανόνια της εποχής… Και την είχαν κρυμμένη αριστοτεχνικά… Αγνάντευε απ’ τη φωλιά της σχεδόν όλο το αριστερό του μπιζανίτικου τοπίου. Τ’ αγνάντευε και το φύλαγε. Μύτη δεν μπορούσε να σκάσει προς τα κει. Το ‘βλεπε η Σκύλλα και το κομμάτιαζε αλύπητα. …Και η κρυψώνα της – άγνωστο πού – καλά κουκουλωμένη και απλησίαστη σε μάτι και σε κιάλι, της έδινε τη δύναμη να σκοτώνει, χωρίς να σκοτώνεται» Αθανάσιος Τσεκούρας, από τις Αναμνήσεις του για το1912.


  Τον Οκτώβριο του 1913 ο ελληνικός στρατός παρέα με πλήθος εθελοντών διεθνιστών και ελλήνων της διασποράς από κάθε σχεδόν γωνιά της γης, έμπαινε «στην 5η πιο καλά οχυρωμένη πόλη του κόσμου», στα Γιάννενα. Την ξακουστή πόλη-σύμβολο και τελευταίο προπύργιο μιας αυτοκρατορίας δίδυμης της Αυστροουγγρικής, που είχε από καιρό -μέσα στην παρακμή της- απομυζήσει τους υπηκόους της. Την πανέμορφη πόλη σύμβολο ταυτόχρονα και όσων την εποχή εκείνη ευαγγελίζονταν (μετέπειτα προφανώς γελασμένοι) την μετατροπή των όπου γης υπηκόων σε πολίτες.

Κι ανάμεσα τους ο Μπάιρον των αρχών του 20ου αιώνα, ο «κόκκινος Γκαριμπάλντι», που είχε ιδρύσει ένα λαμπρό σώμα διεθνιστών εθελοντών για να βοηθούν όποιον λαό είχε όπου γης ανάγκη, τους «ερυθροχίτωνες» ή «Γαριβαλδινούς» κατά την λαϊκή λαλιά, που πολεμούσαν ορθοί προγκίζοντας τον θάνατο. Ανάμεσα τους Αμερικανοί όπως ο Χάτσισον, Ισραηλίτες ποιητές όπως ο Νισύμ δε Κάστρο, μα και ‘πιο δικοί’, Κύπριοι ήρωες-πολιτικοί που πίστευαν πως οι αληθινοί ηγέτης κινδυνεύουν μαζί με τον λαό όπως ο Σώζος και Κρήτες όπως ο Παπαγιαννάκης και Αιγυπτιώτες όπως ο Μπενάλης. Κι ακόμη κάποιες πρωτοπόρες γυναίκες όπως η πολεμική ανταποκρίτρια Καραβία, και ανειρήνευτοι ποιητές που κυνηγούσαν τον ρομαντισμό της πράξης και όχι του συνθήματος, όπως ο μισό-Ισπανός Λορέντζο Μαβίλης, επικεφαλής κι ο ίδιος σώματος Γαριβαλδινών. Κι αλήθεια, κάποιοι από αυτούς, 2 δεκαετίες μετά, θα ξαναβρίσκονταν στην Ισπανία, κυνηγώντας το ίδιο όνειρο και κυνηγημένοι από την ίδια σκύλα. Πολλαπλασιασμένη στο άπειρο από τον φασισμό.

Στην περίπτωση των Ιωαννίνων την «σκύλα» την έλεγαν Μπιζάνι, κι ήταν η κατασκευή της τόση και τέτοια που έκανε τον τούρκο στρατάρχη Σεφίκ πασά να δηλώσει κομπάζοντας στους δημοσιογράφους των ευρωπαϊκών εφημερίδων «όλοι οι στρατοί των βαλκανικών χωρών να συγκεντρωθούν δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν τα Γιάννινα».

Η ποίηση έχει διασώσει τον τρόμο εκείνης της εποχής:
Δεν με φοβίζουν Μάνα μου οι σφαίρες τα κανόνια/
μα με φοβίζει η βροχή, του Μπιζανίου τα χιόνια
(Βουγιουκλάκης)

Ο ήρωας του Αμερικανοϊσπανικού πολέμου και εθελοντής Γαριβαλδινός Τόμας Χάτσισον που στις αναμνήσεις του έγραψε πως γενναιότερους στρατιώτες από αυτούς της μάχης του Μπιζανίου δεν είχε ξαναδεί, μόλις αντίκρισε το Μπιζάνι είπε: «…από τη στιγμή που είδα αυτά τα οχυρά με τις οροσειρές σε κάθε πλευρά και την πλατιά άδενδρη πεδιάδα μπροστά μας, ήξερα τότε, ότι ήταν το Γιβραλτάρ της Τουρκίας στην Ευρώπη, και ότι ο ελληνικός στρατός θα έχανε χιλιάδες ζωές…»



Όμως, ακολουθώντας μα και παρακάμπτοντας με μπόλικη αποκοτιά την κρίσιμη στιγμή, ένα επιτελικό σχέδιο, την 20 Φεβρουαρίου του 1913, δυο  ευζωνικά τάγματα, υπό την καθοδήγηση των Ι. Βελισσαρίου και Γ. Ιατρίδη, καταστρέφοντας παράλληλα τις τηλεφωνικές και τηλεγραφικές γραμμές που συνέδεαν το οχυρό, βρέθηκαν στα νώτα του Μπιζανίου ενώ το ίδιο δεν είχε καταληφθεί ακόμη. Άλλωστε η πόλη έπεσε δίχως -λόγω τοποθεσίας τρομερής- να πέσει το Μπιζάνι. Και παρά την εντολή στρατοπέδευσης στο χωριό Πεδινή, κατευθύνθηκαν προς τα Γιάννενα περνώντας κάτω από την μύτη 3 εχθρικών οχυρών…

Ήταν 7 το απόγευμα της 20ης Φεβρουαρίου 1913: Οι ελληνικές δυνάμεις βρίσκονταν στις παρυφές των Ιωαννίνων. Το ίδιο βράδυ έστειλαν επιστολή ζητώντας την παράδοση της θρυλικής πόλης. Ο Εσάτ Πασάς αδυνατώντας να πιστέψει στην πιθανότητα πως όλο αυτό είχε γίνει από δυο ευζωνικά τάγματα θεωρούσε πως είχε συγκεντρωθεί μεγάλη ελληνική δύναμη έξω από τα Γιάννενα  και το επόμενο πρωί, μετά από μια άγρυπνη ιστορική νύχτα, στο χάνι Εμίν Αγά, όπου ήταν η έδρα του ελληνικού στρατηγείου, υπογράφτηκε το τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή. Είχε ξημερώσει η 21 Φεβρουαρίου του 1913.

Ήταν τέτοια η εντύπωση από την απελευθέρωση της καστροπολιτείας που, όπως αναφέρει ο Δημήτρης Μπενέκος, ο παγκοσμίως γνωστός κλασικός φιλόλογος από το Βερολίνο Ulrich von Wilamowitz, ευθύς μόλις πληροφορήθηκε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων συνέθεσε τον επινίκιο ύμνο  σε ομηρική γλώσσα (εδώ παρατίθεται σε μετάφραση του σημαντικού φιλολόγου και ερευνητή Δ. Μπενέκου) τιμώντας την γη των αρχαίων μυστηρίων και του σύγχρονου θαύματος:

Στους πρόποδες του Τόμαρου, στα ακρινά κλωνάρια
της ιερής βελανιδιάς κάθεται περιστέρι,
και ψάλλει υπερήφανο της λευτεριάς τραγούδι,
«Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη της Δωδώνης,
κύτταξε τώρα γύρω σου, όλος χαρά γεμάτος,
ποιά είναι  η  παλληκαριά στη σύγχρονη Ελλάδα».
Κι όλοι γιορτάζουνε στη γη  μ’ ύμνους επινικίους
όσοι είναι φίλοι του Διός και φίλοι των Ελλήνων!

Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ ευχάριστος, και δεν είναι ποτέ χαρά. Η Ελλάδα, η Ισπανία της εποχής, θα θρηνούσε σε λίγα χρόνια και μέσα από πολλά δικά της λάθη (γιατί το εθνικό είναι το αληθινό, κι αληθινό είναι αυτό που όχι μόνο δεν μαθαίνουμε μα και που δεν θέλουμε να μαθαίνουμε) την Σμύρνη και την λοιπή Μικρασία, έναν λαμπρό πολιτισμό χιλιετιών. Κι είναι, όχι τυχαία ίσως, από εκεί η πένα του ποιητή που θα βάλει τον επίλογο, ζητώντας μέσα από τα Γιάννενα να γιάνει και την αγιάτρευτη πληγή την δική του. Δίνοντας ξάφνου τον λόγο στους παραμελημένους της επίσημης ιστορικής ρητορικής, στις γυναίκες, σύμβολο της μήτρας-γης, που αψήφησαν τα δεσμά πριν την εποχή τους αναζητώντας την δική τους λευτεριά, κάνοντας επίκληση σε ό,τι ξεπερνά μα και τελικά δικαιώνει τον πόλεμο. Στην καλοσύνη. Γιατί ο Σπουδαίος Σμυρνιός ποιητής Άγγελος Σημηριώτης (που έγραψε κάποτε το πιο σπαρακτικό ποίημα για το 1922) γράφει:

Πάει η ψυχή του Αλή Πασά, του Αλή το Μίσος πάει/
και να στης λίμνης τον βυθό η Ωραιά Κυρά ξυπνάει.
Του Ρήγα γιε, της Μοίρας γιε, χρυσέ σαν Καλοσύνη
Δικά σου είναι τα Γιάννενα με την Κυρά Φροσύνη!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

ΒΙΝΤΕΟ

[ΒΙΝΤΕΟ][bsummary]

ΘΕΜΑ

[ΘΕΜΑ][bsummary]

ΥΓΕΙΑ

[ΥΓΕΙΑ][twocolumns]

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

[ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ][twocolumns]